σαπροπλαγκτόν

σαπροπλαγκτόν
το, Ν
βιολ. πλαγκτονικοί οργανισμοί που ζουν σε νερά πλούσια σε αποικοδομούμενη οργανική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saproplangton (< σαπρός + πλαγκτόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”